- πλατυτέρου
- πλατύςwidemasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μπράιτινγκερ, Γιόχαν Γιάκομπ — (Jochan Jakob Breitinger, Ζυρίχη 1701 – 1776). Ελβετός λόγιος. Υπήρξε συνεργάτης και φίλος του Μπόντμερ, με τον οποίο δημιούργησε τη λεγόμενη «ελβετική σχολή», που στον τομέα της αισθητικής υποστήριζε την ανάγκη ενός πλατύτερου ορίζοντα στην… … Dictionary of Greek